ΟΙ ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Ερωτόκριτος

Πήγαινε κάτω

Ερωτόκριτος Empty Ερωτόκριτος

Δημοσίευση από aris Τετ Φεβ 01, 2012 4:10 pm



Ως μπήκεν ο Ρετόκριτος στη φυλακή κι αρχίζει
να τση μιλεί και σπλαχνικά να την αναντρανίζει.
Λέγει της: "Το με 'ρώτηξες θα σου το πω και γροίκα
πού το 'βρηκα το χάρισμα στη φυλακή σ' αφήκα.

Είναι δυο μήνες σήμερο που 'λαχα κάποια δάση,
μες στη μεριά της Έγριπος κι εβγήκαν να με φάσι
άγρια θεριά, εμάλωσα κι εσκότωσα απ' εκείνα
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πια απομείναν.

Με κυνδηνο εγλητοσα οσ ωραν επολεμου
να γλητοθω πο λογου τους δεν το ΄ρπιζα ποτε μου
μα εβουθηξε το ριζικο τα αστροι με λυπηθηκαν
και σκοτοσα και ζυγοσα κι αλαβοτο μ αφηκαν

Δίψα μεγάλη γροίκησα στο πόλεμον εκείνο
γυρεύοντας να βρω δροσιά ήσωθε σ' ένα πρίνο
και παρεμπρός εφάνη μου κουτσουναράκι χτύπα,
σιμώνω βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.

Ήπια το κι εδροσίστηκα και πέρασέ μου η δίψα,
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότε δε μου λείψαν.
Έκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι
όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα τ' αρρωστάρη.

Και βιαστικά σηκώνομαι, το ζάλο μου σπουδάζει
να δω ποιος είναι που πονεί και βαριαναστενάζει
και μπένω μέσα στα κλαδια που 'ταν κοντά στη βρύση,
δια να δω και για να βρω το εκεινον απου μύσσει.

Βρίσκω ένα νιον ωραιόπλουμο που 'λαμπε σαν τον ήλιο
κι εκείτουντο ολομάτωτος μπαστας εις ένα σπήλιο.
Σγουρά ξανθά 'χε τα μαλλιά και τα σοθέματά του
παρ' όλο οπού 'τα σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του.

Και δυο θεριά στο πλάι του ήτανε σκοτωμένα
και το σπαθί και τ' άρματα περίσσα ματωμένα.
Σιμώνω χαιρετώ τονε, λέω του: "Αδέλφι γεια σου.
Ίντα 'χεις κι απονέκρωσες, πούντη η λαβωματιά σου;"

Τα μάτια του 'χε σφαλιχτά, τότε τ' αναντρανίζει
κι εθώρειε δίχως να μιλεί και στο λαιμό του αγγίζει.
Με το δαχτηλι δυο φορες μου δειχνει να νοησω
που ντη χε τη λαβοματια να τον εβοηθησω

το στηθος του ξαρματοσα και μια πληγή του βρίσκω
δαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Ολιγο κι ουδε ντιβοτση τον ειχε δαγκαμενο
Φενετε να χε το θεριο δοντι φαρμακεμενο

και πηρε του τη δυναμη και τη πνοη του εχασε
και το φαρμακι περασε και μεσα τον επιασε
Κι αγάλι αγάλια 'χάνετο σαν το κερί όντε σβήνει,
έκλαψα κι ελυπήθηκα πολύ την ώρα εκείνη.

Σαν αδελφό μου καρδιακό τον έκλαιγα κι επόνου,
μα πόνοι, κλάημα, δαρκυα, άνθρωπο δε γλυτώνου.
Εψυχομαχε κι έλεγε να στέκω μη μισέψω,
εθάρρειε πως τέτοια πληγή μπορούσα να γιατρέψω

δειχνει μου το δαχτυλίδι του που χε το δαχτύλι,
και γνωρισα πως χαρισμα σα φιλος μου το δεινει
Τότε μια σιγανή φωνή μόνο τ' αυτιά μου ακούσαν
και είπανε τα χείλη του: "Σε 'χασα Αρετούσα".

Ετούτα είπε μοναχά και τέλειωσ' η ζωή του
και με πρικύ αναστεναγμό εβγήκε η ψυχή του.
Τουτα τα χερια που θωρεις λακκο ζυμιο του σκαψαν
και τουτα τον εσηκασαν και τουτα τον εθαψαν

Ως τα κουσε η Αρετη ωρα λιγακι εσταθει
αμηλητη κι ο πονος της την εκανε κι εχαθει
aris
aris

Αριθμός μηνυμάτων : 562
Ημερομηνία εγγραφής : 29/09/2010

http://mikros-mikroulis.blogspot.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης